Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το κονιάκ

  • 1 κονιάκ

    το άκλ. коньяк

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κονιάκ

  • 2 κονιάκ

    1) brandy
    2) cognac

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κονιάκ

  • 3 cognac

    κονιάκ

    English-Greek new dictionary > cognac

  • 4 коньяк

    коньяк м το κονιάκ
    * * *
    м
    το κονιάκ

    Русско-греческий словарь > коньяк

  • 5 коньячный

    επ.
    του κονιάκ•

    -ое производство η παραγωγή του κονιάκ.

    Большой русско-греческий словарь > коньячный

  • 6 коньяк

    коньяк
    м τό κονιάκ.

    Русско-новогреческий словарь > коньяк

  • 7 σφίγγω

    (αόρ. έσφι(γ)ξα, παθ. αόρ. (ε)σφίχτηκα и εσφί(γ)χθην) 1. μετ.
    1) жать, сжимать, давить; сдавливать, стискивать; зажимать; прижимать;

    σφίγγω στην αγκαλιά μου — сжимать в своих объятиях;

    σφίγγω στο χέρι — зажимать в руке;

    σφίγγω τα δόντια — стискивать зубы;

    με σφίγγει το παπούτσι — обувь мне жмёт;

    2) затягивать; стягивать; подтягивать;

    σφίγγω τον κόμπο — затягивать узел;

    σφίγγω λουριά — затягивать, стягивать ремни;

    3) завинчивать, закручивать (гайки, кран и т, п.);

    σφίγγ τό παξιμάδι στη βίδα — навинчивать, навёртывать гайку на болт;

    4) торопить, подстёгивать;
    5) делать плотным, уплотнять; сгущать; τα 'σφιξες πολύ -ί'αύγά ты очень круто сварил яйца; 6) перен. нажимать (на кого-л.); вынуждать, заставлять; τον έσφιξε η ανάγκη нужда его заставила;

    § σφίγγω τα λουριά σε κάποιον — приструнить кого-л.;

    σφίγγω τό ζουνάρι μου — потуже затягивать пояс, голодать;

    σφίγγω τό χέρι — пожимать руку, поздравлять;

    σφίγγω την καρδιά μου — терпеть, сжав зубы, подавлять какое-л. чувство;

    θα σφίξω δυό κονιάκ пропущу две рюмочки коньяку;
    τοΰσφιξα δυό γροθιές я дал ему два тумака; 2. αμετ. 1) усиливаться; становиться крепче, крепчать (о морозе);

    σφίγγει η ζέστη — жара усиливается;

    2) сгущаться; затвердевать;
    εσφιξε η σάλτσα соус загустел; 3) осложняться, ухудшаться, усугубляться;

    σφίγγουν τα πράγματα — положение осложняется;

    4) притираться (о пробке);
    5) заедать (о винте и т. п.); 6) страдать запором;

    σφίγγομαι

    1) — жаться, прижиматься; — тесниться;

    σφιχθείτε λιγάκι потеснитесь немного;
    2) затягиваться, туго стягиваться (ремнём и т. п.); 3) стараться, прилагать (большие) усилия; напрягаться; σφίξου λίγο και θα τα καταφέρεις постарайся немного и добьёшься успеха;

    σφίγγομαι να τελειώσω — стараться закончить (что-л.);

    4) стеснять себя;
    ограничивать себя (в чём-л.);

    § σφίγγεται ( — или σφίγγει) η καρδιά μου — сердце сжимается (от жалости, печали, горя)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σφίγγω

  • 8 brandy

    ['brændi]
    plural - brandies; noun
    (a type of strong alcoholic spirit made from wine: Brandy is usually drunk after dinner.) κονιάκ

    English-Greek dictionary > brandy

  • 9 cognac

    ['konjæk]
    (a kind of high-quality French brandy.) κονιάκ

    English-Greek dictionary > cognac

  • 10 коньяк

    [κον"γιάκ] ουσ. α. κονιάκ

    Русско-греческий новый словарь > коньяк

  • 11 коньяк

    [κον"γιάκ] ουσ α κονιάκ

    Русско-эллинский словарь > коньяк

  • 12 градус

    α.
    1. μοίρα•

    угол в 45 -ов γωνία 45 μοιρών•

    градус широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους.

    2. βαθμός θερμομέτρου κλπ. οργάνων•

    температура у больного 40 -ов ο άρρωστος έχει 40 πυρετό•

    коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθμούς.

    εκφρ.
    в последнем -е – στο τελευταίο στάδιο•
    чахотка в последнем -е – φυματίωση στο τελευταίο στάδιο•
    под -ом – λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος.

    Большой русско-греческий словарь > градус

  • 13 коньяк

    -а (-у) α. κονιάκ (ποτό).

    Большой русско-греческий словарь > коньяк

  • 14 brandy

    1) κονιάκ
    2) μπράντι

    English-Greek new dictionary > brandy

См. также в других словарях:

  • κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… …   Dictionary of Greek

  • κονιάκ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος οινοπνευματώδους ποτού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιάκ + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο ποιός, ζυθο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μονέ, Ζαν — (Jean Monnet, Κονιάκ 1888 – Παρίσι 1979). Γάλλος οικονομολόγος και διπλωμάτης, του οποίου το όνομα συνδέθηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη σύλληψη και πραγμάτωση της ιδέας της. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μ. ήταν αντιπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιία — η βιομηχανία παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»