-
1 κονιάκ
το άκλ. коньяк -
2 κονιάκ
1) brandy2) cognacΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κονιάκ
-
3 cognac
κονιάκ -
4 коньяк
-
5 коньячный
επ.του κονιάκ•-ое производство η παραγωγή του κονιάκ.
-
6 коньяк
коньякм τό κονιάκ. -
7 σφίγγω
(αόρ. έσφι(γ)ξα, παθ. αόρ. (ε)σφίχτηκα и εσφί(γ)χθην) 1. μετ.1) жать, сжимать, давить; сдавливать, стискивать; зажимать; прижимать;σφίγγω στην αγκαλιά μου — сжимать в своих объятиях;
σφίγγω στο χέρι — зажимать в руке;
σφίγγω τα δόντια — стискивать зубы;
με σφίγγει το παπούτσι — обувь мне жмёт;
2) затягивать; стягивать; подтягивать;σφίγγω τον κόμπο — затягивать узел;
σφίγγω λουριά — затягивать, стягивать ремни;
3) завинчивать, закручивать (гайки, кран и т, п.);σφίγγ τό παξιμάδι στη βίδα — навинчивать, навёртывать гайку на болт;
4) торопить, подстёгивать;5) делать плотным, уплотнять; сгущать; τα 'σφιξες πολύ -ί'αύγά ты очень круто сварил яйца; 6) перен. нажимать (на кого-л.); вынуждать, заставлять; τον έσφιξε η ανάγκη нужда его заставила;§ σφίγγω τα λουριά σε κάποιον — приструнить кого-л.;
σφίγγω τό ζουνάρι μου — потуже затягивать пояс, голодать;
σφίγγω τό χέρι — пожимать руку, поздравлять;
σφίγγω την καρδιά μου — терпеть, сжав зубы, подавлять какое-л. чувство;
θα σφίξω δυό κονιάκ пропущу две рюмочки коньяку;τοΰσφιξα δυό γροθιές я дал ему два тумака; 2. αμετ. 1) усиливаться; становиться крепче, крепчать (о морозе);σφίγγει η ζέστη — жара усиливается;
2) сгущаться; затвердевать;εσφιξε η σάλτσα соус загустел; 3) осложняться, ухудшаться, усугубляться;σφίγγουν τα πράγματα — положение осложняется;
4) притираться (о пробке);5) заедать (о винте и т. п.); 6) страдать запором;1) — жаться, прижиматься; — тесниться;σφίγγομαι
σφιχθείτε λιγάκι потеснитесь немного;2) затягиваться, туго стягиваться (ремнём и т. п.); 3) стараться, прилагать (большие) усилия; напрягаться; σφίξου λίγο και θα τα καταφέρεις постарайся немного и добьёшься успеха;σφίγγομαι να τελειώσω — стараться закончить (что-л.);
4) стеснять себя;ограничивать себя (в чём-л.);§ σφίγγεται ( — или σφίγγει) η καρδιά μου — сердце сжимается (от жалости, печали, горя)
-
8 brandy
['brændi]plural - brandies; noun(a type of strong alcoholic spirit made from wine: Brandy is usually drunk after dinner.) κονιάκ -
9 cognac
['konjæk](a kind of high-quality French brandy.) κονιάκ -
10 коньяк
[κον"γιάκ] ουσ. α. κονιάκ -
11 коньяк
[κον"γιάκ] ουσ α κονιάκ -
12 градус
-а α.1. μοίρα•угол в 45 -ов γωνία 45 μοιρών•
градус широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους.
2. βαθμός θερμομέτρου κλπ. οργάνων•температура у больного 40 -ов ο άρρωστος έχει 40 πυρετό•
коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθμούς.
εκφρ.в последнем -е – στο τελευταίο στάδιο•чахотка в последнем -е – φυματίωση στο τελευταίο στάδιο•под -ом – λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος. -
13 коньяк
-а (-у) α. κονιάκ (ποτό). -
14 brandy
1) κονιάκ2) μπράντι
См. также в других словарях:
κονιάκ — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται συνήθως με διπλή απόσταξη εκλεκτών κρασιών, κυρίως λευκών. Η απόσταξη πραγματοποιήθηκε αρχικά στην περιφέρεια Σαράντ της βορειοανατολικής Γαλλίας τον 13o αι., αλλά η πόλη Κονιάκ, από την οποία πήρε την… … Dictionary of Greek
κονιάκ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος οινοπνευματώδους ποτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κονιακοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιάκ + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αμαξο ποιός, ζυθο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μονέ, Ζαν — (Jean Monnet, Κονιάκ 1888 – Παρίσι 1979). Γάλλος οικονομολόγος και διπλωμάτης, του οποίου το όνομα συνδέθηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη σύλληψη και πραγμάτωση της ιδέας της. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μ. ήταν αντιπρόσωπος της… … Dictionary of Greek
κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το … Dictionary of Greek
κονιακοποιία — η βιομηχανία παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κονιακοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής κονιάκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… … Dictionary of Greek